Μακρόν εναντίον Λεπέν: Ένα θλιβερό απότοκο του καταστροφικού συμβιβασμού της Αριστεράς τον Μάη του ´68
του system failure
Έχει γίνει απολύτως φυσιολογικό πλέον οι άνθρωποι στην «ελεύθερη» και «δημοκρατική» Δύση να ψηφίζουν το «μικρότερο από τα δύο κακά». Παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχει τίποτα δημοκρατικό και φυσιολογικό σε βρόμικες τακτικές (που περιλαμβάνουν ακόμα και εσωκομματικά πραξικοπήματα) που οργανώνονται από δικομματικές δικτατορίες εναντίον υποψηφίων της πραγματικής αριστεράς, το αποτέλεσμα αυτής της διαδικασίας θεωρείται πλέον η νέα πολιτική "κανονικότητα".
Δηλαδή, ένας νεοφιλελεύθερος (ψευτοαριστερός, ειδικά αν μιλάμε για τις ΗΠΑ) υποψήφιος εναντίον ενός υποψηφίου της alt-right, δηλαδή της λεγόμενης εναλλακτικής δεξιάς, που δημιουργεί συνθήκες σίγουρης νίκης για τις καπιταλιστικές ελίτ ενάντια στην εργατική τάξη σε κάθε χώρα.
Το αποκρουστικό αυτό θέαμα επαναλαμβάνεται όλο και πιο συχνά σε κάθε εκλογικό κύκλο. Οι ελίτ παράγουν τεράστιες ποσότητες προπαγανδιστικής ενέργειας, μέσω των ελεγχόμενων Μέσων Μαζικής Εξαπάτησης, για να απομακρύνουν τυχόν πραγματικές απειλές κατά του κατεστημένου. Στον τελευταίο γύρο, αφήνουν την πιο ευνοημένη νεοφιλελεύθερη "Σταχτοπούτα" τους να αντιμετωπίσει κάποια "κακιά μάγισσα" της εναλλακτικής δεξιάς.
Ο ρόλος της κακιάς μάγισσας είναι να τρομάξει τους φιλελεύθερους και τους αριστερούς ψηφοφόρους προκειμένου να ψηφίσουν μαζικά τη Σταχτοπούτα. Στην ουσία, οι ελίτ εκβιάζουν τους ψηφοφόρους σπρώχνοντάς τους προς την αγαπημένη τους μαριονέτα με την υπόσχεση να παραμείνει ανέγγιχτο ότι έχει απομείνει από τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες τους.
Και στην περίπτωση που επικρατήσει η υπερσυντηρητική ψήφος, δεν έχει ουσιαστικά μεγάλη διαφορά για τις ελίτ. Και αυτό γιατί οι ακροδεξιοί πολιτικοί είναι σε πολλές περιπτώσεις ακόμη πιο φανατικοί υποστηρικτές της πιο επιθετικής μορφής καπιταλισμού που περιλαμβάνει γρήγορες και μαζικές ιδιωτικοποιήσεις και διάλυση του κοινωνικού κράτους, όπως ακριβώς θέλουν οι ελίτ.
Στη Γαλλία, ο Εμμανουέλ Μακρόν υποδύεται για άλλη μια φορά τον ρόλο της Σταχτοπούτας. Και η Μαρίν Λεπέν παίζει, για άλλη μια φορά, τον ρόλο της κακιάς μάγισσας. Και αυτός ο πολιτικός φαύλος κύκλος στον οποίο οι ελίτ παγιδεύουν την εργατική τάξη (ξανά και ξανά, ολοένα και περισσότερο), έχει τις ρίζες του σε έναν καταστροφικό συμβιβασμό της Αριστεράς με την καπιταλιστική Μπουρζουαζία, μετά τα μεγάλα κινήματα του 1968, όταν η Γαλλία έγινε ένα από τα πιο ενεργά και καθοριστικά πεδία μαζικής εξέγερσης.
Όπως εξηγεί ο ακαδημαϊκός Ντέιβιντ Χάρβεϊ, όταν προτάθηκε για πρώτη φορά η νεοφιλελεύθερη ηθική στη γενιά του '68, έλεγε σε αυτή τη γενιά, 'Κοιτάξτε, θέλετε ατομικές ελευθερίες. Εντάξει, θα σας τις δώσουμε με αυτή τη νεοφιλελεύθερη μορφή, που είναι μια πολύ πολιτική και οικονομική μορφή, αλλά πρέπει να ξεχάσετε άλλα ζητήματα, όπως η κοινωνική δικαιοσύνη και άλλα παρόμοια'. Έτσι, η ηθική αυτή εισχώρησε στον λόγο μεγάλου μέρους της Αριστεράς εκτρέφοντας ένα είδος ανοχής για ορισμένες νεοφιλελεύθερες πρακτικές.
Αυτή ήταν η αφετηρία της πιο άγριας επίθεσης του καπιταλισμού ενάντια στην εργατική τάξη, καθώς αναδεικνύει την αρχή της ιδεολογικής κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού σε ολόκληρη τη Δύση και όχι μόνο. Και είναι επίσης το σημείο χωρίς επιστροφή για την Αριστερά, εναντίον της οποίας οι καπιταλιστικές ελίτ σημείωσαν μια απόλυτα καθοριστική νίκη.
Πράγματι, ως τα μέσα της δεκαετίας του '70, αμέσως μετά τα κινήματα του '68 και το Σοκ του Νίξον (με το οποίο καταργείται ο κανόνας του χρυσού και ανοίγει διάπλατα ο δρόμος για την απόλυτη κυριαρχία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και του νεοφιλελευθερισμού), η Αριστερά υποχώρησε δραματικά και εγκατέλειψε την ιδέα της συλλογικής δράσης.
Ο Adam Curtis στο ντοκιμαντέρ του HyperNormalisation, περιγράφει την αντίδραση της Αριστεράς απέναντι σε μια πρωτοφανή κατάσταση, όταν οι τραπεζίτες ανέλαβαν τη διοίκηση της Νέας Υόρκης το 1975, ουσιαστικά μέσω ενός ιδιότυπου οικονομικού πραξικοπήματος.
Όπως λέει ο Curtis, το πιο εκπληκτικό ήταν ότι κανείς δεν εναντιώθηκε στους τραπεζίτες. Οι ριζοσπάστες και οι αριστεροί που, δέκα χρόνια πριν, είχαν ονειρευτεί να αλλάξουν την Αμερική μέσω της επανάστασης, δεν έκαναν τίποτα. Είχαν αποσυρθεί και ζούσαν σε εγκαταλελειμμένα κτίρια στο Μανχάταν. Η γνωστή καλλιτέχνης, Πάτι Σμιθ, περιέγραψε το αίσθημα απογοήτευσης που τους είχε κυριεύσει. 'Δεν μπορούσα πλέον να ταυτιστώ με τα πολιτικά κινήματα και όλη αυτή την φρενήρη δραστηριότητα στους δρόμους. Προσπαθώντας να συμμετάσχω σε αυτά, ένιωσα να κατακλύζομαι από μια άλλη μορφή γραφειοκρατίας.' Αυτό που περιέγραφε, ήταν η άνοδος ενός νέου, ισχυρού ατομικισμού που δεν μπορούσε να ταιριάξει με την ιδέα της συλλογικής πολιτικής δράσης. Αντίθετα, η Πάτι Σμιθ και πολλοί άλλοι, έγιναν ένα νέο είδος μεμονωμένου ριζοσπάστη, που παρακολουθούσε την πόλη σε αποσύνθεση με μια ψυχρή αποστασιοποίηση. Δεν προσπάθησαν να το αλλάξουν. Απλώς βίωσαν την εμπειρία παθητικά.
Το ψευδοδίλημμα του νεοφιλελευθερισμού εναντίον της εναλλακτικής δεξιάς, έχει απλά αντικαταστήσει το προηγούμενο, που ήταν η σοσιαλδημοκρατία εναντίον της λαϊκής δεξιάς. Αυτή η νέα (πιο αντιδημοκρατική από ποτέ) πολιτική κουλτούρα έγινε ο νέος κανόνας. Εν μέρει επειδή τα τρικ του νεοφιλελευθερισμού δεν μπορούσαν να διατηρήσουν άλλο την εύθραυστη βιτρίνα μιας τελικά ψεύτικης ευημερίας για την εργατική τάξη. Και εν μέρει λόγω του ξεσπάσματος ενός καπιταλιστικού εμφυλίου πολέμου μεταξύ καπιταλιστικών φατριών που προέκυψαν από την εξαιρετικά επιθετική φύση του νεοφιλελευθερισμού και του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού σε παγκόσμια κλίμακα.
Αν και οι Γαλλικές εκλογές απλά επιβεβαίωσαν τη φρικτή κληρονομιά του καταστροφικού συμβιβασμού και της ολοκληρωτικής υποχώρησης της Αριστεράς, η επίδοση του ηγέτη της Αριστεράς, Ζαν-Λικ Μελανσόν, στον πρώτο γύρο, δείχνει ότι η πραγματική Αριστερά μπορεί να αναβιώσει και να αντεπιτεθεί.
Τα δημογραφικά στοιχεία των εκλογών δείχνουν ότι ο συντηρητισμός συμβαδίζει με τις παλαιότερες γενιές. Πράγμα που σημαίνει ότι οι νεότερες γενιές εκδηλώνουν ήδη μια ολοένα και πιο έντονη επιθυμία να αντισταθούν - μέσω της εκλογικής διαδικασίας ή στους δρόμους - ενάντια σε αυτή τη νέα πολιτική "κανονικότητα".
Και καθώς το κατεστημένο πίσω από αυτή την "κανονικότητα" γίνεται πιο αυταρχικό, μέρα με τη μέρα, στον αγώνα του να διατηρήσει τον έλεγχο, (χωρίς να προσφέρει τίποτα στην εργατική τάξη για να αντισταθμίσει), είναι απίθανο ότι και αυτές οι γενιές θα συμβιβαστούν τελικά, όπως έκαναν εκείνες το 1968.
Comments
Post a Comment